ἀπολλύντας

ἀπολλύντας
ἀπόλλυμι
destroy utterly
pres part act masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ον — το (Α ὄν) 1. αυτό που πραγματικά υπάρχει, καθετί που έχει υπόσταση, ζωή 2. (η δοτ. ως επίρρ.) τῶ ὄντι και τωόντι και τώντις πραγματικά, αληθινά νεοελλ. 1. ο άνθρωπος 2. (φιλοσ.) καθετί το οποίο υπάρχει καθ εαυτό, που έχει απόλυτη και καθαρή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”